- ἐπανατρέφω
- ἐπανα-τρέφω,A feed up, recruit, nourish, Hp.Aph.2.7, Aret. CD 1.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επανατρέφω — ἐπανατρέφω (Α) κάνω να τραφεί εξασθενημένο μέλος τού σώματος … Dictionary of Greek